τριβηλιά

τριβηλιά
η, Ν
κοπριά από αιγοπρόβατα, βερβελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης που συνδέεται πιθ. με τον ιταλ. τ. vervella «προβατάκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”